- νιτρογλυκόλη
- η(χημ). αζωτούχα οργανική ένωση, δινιτρικός εστέρας τής γλυκόλης, άχρωμο υγρό αδιάλυτο στο νερό, το οποίο εκρήγνυται εύκολα και χρησιμοποιείται αντί τής νιτρογλυκερίνης για την παρασκευή εκρηκτικών μιγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. nitroglycol < νιτρ(ο)-* + γλυκόλη].
Dictionary of Greek. 2013.